- ἐστεμμένη
- στέφωput roundperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βιτάλε ντα Μπολόνια — (Vitale da Bologna, Μπολόνια 1309 – 1361). Ιταλός ζωγράφος. Ονομαζόταν επίσης Βιτάλε ντέλε Μαντόνε ή Βιτάλε ντέλι Έκουι και ταυτίζεται, κατά τη γνώμη μερικών ιστορικών, με τον Βιτάλε ντι Άιμο ντε Καβάλι. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1330, όταν… … Dictionary of Greek
Κουρνά, μονή — Γυναικείο μοναστήρι της Χίου, κοντά στον οικισμό Καρυές, που εξαρτάται από τη μητρόπολη Χίου. Χτίστηκε μεταξύ 1410 22 από τους Δομινικανούς μοναχούς και ήταν αφιερωμένο στο όνομα της Παναγίας Coronata (που σημαίνει εστεμμένη, από την κοινή όμως… … Dictionary of Greek
περιστερόμορφο — (columbiformes). Τάξη τροπιδωτών πουλιών, συνήθως σποροφάγων, που περιλάμβανα σήμερα γύρω στα 310 είδη. Το σώμα, μέσου μεγέθους, είναι κάπως χοντρό και στηρίζεται σε πόδια κοντά, που δεν επιτρέπουν στο πουλί να βαδίζει άνετα στο έδαφος· τα πόδια… … Dictionary of Greek